- σειριακός
- (I)-ή, -ό, Ν [Σείριος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστέρα Σείριο2. φρ. «σειριακοί αστέρες» — λευκοί υποκύανοι αστέρες τύπου Α, με επιφανειακή θερμοκρασία 10.000°-12.000° C, τών οποίων το φάσμα είναι ανάλογο με το φάσμα τού Σειρίου.————————(II)-ή, -ό, Ν(εσφ. τ.) φρ. «σειριακή ομολογία»ζωολ. βλ. σειραϊκός.
Dictionary of Greek. 2013.